παννυχίδα

παννυχίδα
Γιορτή που διαρκεί όλη τη νύχτα, αλλά και η ολονύκτια ακολουθία στους χριστιανικούς ναούς την παραμονή μιας μεγάλης γιορτής. Στα μοναστήρια χρησιμοποιείται ο όρος αγρυπνία. Η συνήθεια των π. είναι αρκετά παλιά και φαίνεται να καθιερώθηκαν τον 4o αι. Οι π. γίνονταν τότε στους τόπους όπου μαρτύρησαν άγιοι. Αργότερα οι π. εκφυλίστηκαν, όπως μαρτυρούν πολλοί θρησκευτικοί συγγραφείς που αναφέρονται σε «αταξίες» που γίνονταν στη διάρκειά τους.
* * *
η / παννυχίς, -ίδος, ΝΜΑ
1. ολονύχτια διασκέδαση, εορτή ή άλλη δραστηριότητα που διαρκεί όλη τη νύχτα
2. εκκλ. ακολουθία η αποία διαρκεί όλη τη νύχτα και γίνεται την παραμονή εορτής ή έπειτα από θεομηνία κατά ορισμένο λειτουργικό τυπικό, αγρυπνία, ολονυκτία
αρχ.
1. νυκτερινή φρούρηση
2. νυκτερινή υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + θ. νυχ- (βλ. λ. νυχτα) + κατάλ. -ις, -ίδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παννυχίδα — η ολονύχτια διασκέδαση, ακολουθία, αγρυπνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παννυχίδα — παννῡχίδα , παννύχιος all night long fem acc sg παννυχίς night festival fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • панихида — народн. панахида, панафида, укр. панахида, блр. панахвiда, цслав., др. русск. панихида (с 1390 г.; см. Срезн. II, 874), панафида (Домостр. Заб. 31), понахида (там же, 41). Заимств. из ср. греч. παννυχίδα от παννυχίς всенощная (Фасмер, Гр. сл. эт …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Παναθήναια — I Η μεγαλύτερη θρησκευτική και πολιτική γιορτή των αρχαίων Αθηνών. Iδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Θησέα και γιορταζόταν τον μήνα Εκατομβαιώνα (Ιούλιο Αύγουστο) προς τιμήν της Πολιάδας Αθηνάς. Τα Π. διακρίνονταν σε Μικρά, που γίνονταν κάθε… …   Dictionary of Greek

  • παννυχίς — ίδος, ή, ΜΑ βλ. παννυχίδα …   Dictionary of Greek

  • παννυχικός — ή, όν, Α [παννυχίς] 1. κατάλληλος για παννυχίδα, για ολονυκτία 2. φρ. «κορώνη παννυχική» λεγόταν σκωπτικά για γαστρίμαργο ο οποίος έτρωγε και έπινε όλη τη νύχτα …   Dictionary of Greek

  • παννυχιστής — ό, Α [παννυχίζω] αυτός που αγρυπνά όλη τη νύχτα, που τελεί παννυχίδα, ολονυκτία …   Dictionary of Greek

  • panahidă — PANAHÍDĂ, panahide, s.f. (înv. şi pop.) Parastas (făcut după 40 de zile de la moartea cuiva). ♦ Parte a prohodului care se cântă la scoaterea mortului din casă. – Din sl. panahida. Trimis de valeriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  PANAHÍDĂ s. v.… …   Dicționar Român

  • АНТИФОН — [греч. ἀντίφωνον от ἀντίφωνος звучащий попеременно; лат. antiphona, церковнослав. ], в христ. литургической терминологии псалом с припевом, исполняемый антифонно, т. е. с пением 2 хорами поочередно припева (или стихов псалма; см. также Псалмодия) …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”